- μετανάστασις
- μετανάστασις, ἡ (Α) [ματανίστημι]1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.)2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).
Dictionary of Greek. 2013.